- σιναπέλαιο(ν)
- το горчичное масло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιναπέλαιο — το / σιναπέλαιον, ΝΑ νεοελλ. χημ. συνοπτική ονομασία τών αιθέριων ελαίων που εξάγονται από τους σπόρους τού σιναπιού και περιέχουν ως κύρια συσταστικά τους ισοθειοκυανικές ενώσεις, από τις οποίες σημαντικότερη είναι το ισοθειοκυανικό αλλύλιο ή… … Dictionary of Greek
σιναπέλαιο — το αιθέριο έλαιο που βγαίνει από το σινάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek